μορτή

  • 11πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… …

    Dictionary of Greek

  • 12Γαλάζη, Πίτσα — (Λεμεσός 1940 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Κύπριας, ποιήτριας και δημοσιογράφου Πίτσας Μόρτη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στις δημόσιες σχέσεις. Σταδιοδρόμησε ως σύμβουλος δημοσίων… …

    Dictionary of Greek

  • 13μορτάν — μορτά̱ν , μορτή part fem acc sg (doric aeolic) μορτά̱ν , μορτός mortal fem acc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)