μορτός
1μορτός — μορτός, ή, όν (Α) θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορτός < *mrto s εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr τής ΙΕ ρίζας *mer «πεθαίνω» και αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. marta , αβεστ. marәta «θνητός, άνθρωπος». Παράλληλα υπάρχει ο τ. βροτός < *μροτός,… …
2μόρτος — μόρτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέλας, φαιός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μορύσσω*] …
3μορτός — mortal masc nom sg …
4μορτόν — μορτός mortal masc acc sg μορτός mortal neut nom/voc/acc sg …
5μορτοί — μορτός mortal masc nom/voc pl …
6mer-4, merǝ- — mer 4, merǝ English meaning: to die Deutsche Übersetzung: ‘sterben” Note: (= mer 5 “aufgerieben become”) Material: O.Ind. marati, máratē ‘stirbt”, Arm. meṙanim “die”, Gk. ἔμορτεν ‘starb” Hes. (compare Lith. mèris m., mìre f.… …
7BRITOMARTIS — Nympha Cretensis, valde formosa, Iovis et Charmes filia, Diodoro Britona dicta. Retia ad venandum invenit, ex quo Dictynna dicta est, quod causam praebuit, ut quidam Dictynnam ac Dianam eandem esse putârint. Hesych. Βριτόμαρτις, εν Κρήτῃ ἡ… …
8βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …
9μορτοβάτη — και μορτοβάτις, ἡ (Α) (για τη βάρκα τού Χάρωνος) αυτή που επιβαίνεται, που πατιέται από τους νεκρούς («μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῡν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτός + βάτη / βάτις (< βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις, καται βάτις] …
10μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… …
- 1
- 2