μορμῶ
1μορμῶ — μορμώ she monster fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) μορμώ she monster fem acc sg …
2Μορμῶ — Μορμώ she monster fem acc sg …
3μορμώ — she monster fem nom sg …
4μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να …
5μορμοῦς — μορμώ she monster fem nom/voc pl μορμώ she monster fem gen sg …
6μορμόνα — μορμώ she monster fem acc sg …
7μορμόνας — μορμώ she monster fem acc pl …
8μορμόνος — μορμώ she monster fem gen sg …
9Μορμών — Μορμώ she monster fem acc sg …
10μορμών — μορμώ she monster fem nom/voc sg …
Страницы