1μοργεύω — (Α) [μόργος] μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος* …
Dictionary of Greek
2μοργεύειν — μοργεύω carry straw in a wicker cart pres inf act (attic epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)