μον-άγκων

  • 1μονάγκων — μονάγκων, ωνος, ὁ (Α) είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek