μονᾰχός
1μοναχός — μοναχός, ή, ό και μονάχος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι με άλλους, μόνος, γνήσιος, αληθινός: Έμαθε μοναχός του να διαβάζει. 2. φρ., «Είναι σπίρτο μονάχο», για κάποιον που είναι πανέξυπνος. ο αυτός που μονάζει, ο καλόγερος, ο μοναστής: Η πίστη του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2μοναχός — unique masc nom sg …
3μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …
4Γεώργιος ο Μοναχός — (9ος αι.). Χρονογράφος. Στο έργο του Χρονικόν σύντομον διηγείται συνοπτικά τα γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι της βασιλείας του Θεόφιλου (842). Διεξοδικότερη και ζωηρότερη είναι η αφήγησή του για την περίοδο της εικονομαχίας. Ως πηγή για την… …
5Δαβίδ ο Μοναχός — (6ος αι. μ.Χ.). Τοπικός άγιος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μοίρασε τα χρήματά του στους φτωχούς και έζησε στην ύπαιθρο διδάσκοντας. Οι Θεσσαλονικείς τον έστειλαν στον Ιουστινιανό να ζητήσει την αντικατάσταση του έπαρχου της πόλης, που καταπίεζε… …
6μοναχώτερον — μοναχός unique adverbial comp μοναχός unique masc acc comp sg μοναχός unique neut nom/voc/acc comp sg …
7μοναχόν — μοναχός unique masc acc sg μοναχός unique neut nom/voc/acc sg …
8μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω …
9χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… …
10Κομάσιος — Μοναχός, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Ιερόθεος …