μονόκροτος
1μονόκροτος — η, ο (Α μονόκροτος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόκροτο είδος πολεμικού πλοίου το οποίο έχει ένα επίφρακτο πυροβολείο αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρότος (< κροτῶ), πρβλ. υψί κροτος] …
2μονοκρότου — μονόκροτος with one squad of rowers masc/fem/neut gen sg …
3μονοκρότων — μονόκροτος with one squad of rowers masc/fem/neut gen pl …
4μονόκροτοι — μονόκροτος with one squad of rowers masc/fem nom/voc pl …
5Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …
6κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …
7μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …