μονός

  • 101αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …

    Dictionary of Greek

  • 102απομονώνω — (Α ἀπομονοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. απομακρύνω από ένα σύνολο και αφήνω μόνο, περιορίζω κάποιον ή κάτι 2. αποκόπτω, αποκλείω την επικοινωνία ή την επαφή κάποιου με άλλον αρχ. ( ομαι) 1. αποκλείομαι από κάτι 2. εγκαταλείπομαι μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 103απομόναχος — η, ο κ. μοναχός, ή, ό 1. εντελώς μόνος 2. φρ. «μόνος κι απομόναχος» παντέρημος 3. «απομοναχός του να ναι» (για κακότυχο που απευχόμαστε να χουμε την τύχη του) 4. αυθόρμητος …

    Dictionary of Greek

  • 104αυτίτης — αὐτίτης, ο (Α) [αυτός] 1. μόνος του, από μόνος του 2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί …

    Dictionary of Greek

  • 105αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος …

    Dictionary of Greek

  • 106αυτουργός — ή, ό (AM αὐτουργός, όν) νεοελλ. (κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του αρχ. μσν. 1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 107αυτοφυής — ές (AM αὐτοφυής, ές, Μ και αὐτόφυος, ον) Ι. 1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του 2. αυτός που υπάρχει μόνος του από τη φύση, φυσικός μσν. εκείνος που αποτελεί σύμπλεγμα με κάποιον άλλο αρχ. 1. (για γεωργικά προϊόντα) αυτός που φυτρώνει στον …

    Dictionary of Greek

  • 108αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… …

    Dictionary of Greek

  • 109αυτόσπορος — αὐτόσπορος, ον (Α) αυτός που έχει σπαρθεί από μόνος του ή που είναι γόνιμος από μόνος του …

    Dictionary of Greek

  • 110γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …

    Dictionary of Greek