μονοπωλιακός
1μονοπωλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μονοπώλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοπώλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
2μονοπωλιακός, -ή — ό ο σχετικός με το μονοπώλιο: Μονοπωλιακή κατανάλωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κρατικομονοπωλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια 2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική… …
4μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …