μονομάχος
1μονομάχος — masc/fem nom sg …
2μονόμαχος — fighting in single combat masc/fem nom sg …
3μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι …
4μονομάχος — ο, η 1. άτομο που συμμετέχει σε μονομαχία. 2. στην αρχαία Ρώμη, κατάδικος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με άνθρωπο ή άγρια θηρία ώστε να διασκεδάσει το κοινό που παρακολουθούσε τη διαδικασία: Στο Κολοσσαίο της Ρώμης έχασαν τη ζωή τους… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Μονομάχος, Μιχαήλ — (14ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε στα χρόνια του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Οι σύγχρονοι του τον θεωρούσαν άνθρωπο συνετό και έμπειρο στρατιωτικό. Διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης. Το 1333, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του δεσπότη …
6μονομάχοις — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut dat pl μονομάχος masc/fem/neut dat pl …
7μονομάχοισι — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) μονομάχος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8μονομάχον — μονομάχος masc/fem acc sg μονομάχος neut nom/voc/acc sg …
9μονομάχου — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut gen sg μονομάχης masc gen sg μονομάχος masc/fem/neut gen sg …
10μονομάχους — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem acc pl μονομάχος masc/fem acc pl …