μονοειδῶς

  • 1μονοειδῶς — μονοειδής one in kind adverbial (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ενοειδής — ἑνοειδής, ές (AM) 1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός 2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῑς ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.). επίρρ... ἑνοειδῶς μονοειδώς, μονομόρφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + ειδής < είδος] …

    Dictionary of Greek

  • 3μονοειδής — ές (ΑΜ μονοειδής, ές) αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές η ομοιομορφία …

    Dictionary of Greek

  • 4ՄԻԱՏԵՍԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0273 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. ՄԻԱՏԵՍԱԿԱԲԱՐ ՄԻԱՏԵՍԱԿԱՊԷՍ. Նոյն ընդ վ. (=ՄԻԱՏԵՍԱԿ) իբր մ. μονοειδῶς, ἐνοειδῶς uniformiter. *Միակաւ ամենան թիւ միատեսակաբար նախագոյացաւ: Միատեսակապէս յայսցանէ դարձեալ յիւր միակն ժողովի.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 5ՄԻԱՏԵՍԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0273 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. ՄԻԱՏԵՍԱԿԱԲԱՐ ՄԻԱՏԵՍԱԿԱՊԷՍ. Նոյն ընդ վ. (=ՄԻԱՏԵՍԱԿ) իբր մ. μονοειδῶς, ἐνοειδῶς uniformiter. *Միակաւ ամենան թիւ միատեսակաբար նախագոյացաւ: Միատեսակապէս յայսցանէ դարձեալ յիւր միակն ժողովի.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)