-
1 μοναστήρι
[монастири] ουσ. о. монастырь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοναστήρι
-
2 монастырь
-я α.μοναστήρι, μονή λαύρα•мужской монастырь μοναστήρι καλόγερων•
женский μοναστήρι καλογριών.
|| η μοναστηριακή κοινότητα ή κοινόβιο. || η εκκλησία καθώς και όλη η μοναστηριακή ιδικτησία.εκφρ.подвести под монастырь – (απλ.) φέρνω σε δύσκολη θέση. -
3 монастырь
-
4 заключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -ченоρ.σ.μ.1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.2. εγκλείω, κλείνω μέσα•заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•
-в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.
3. τελειώνω, ολοκληρώνω•заключить речь τελειώνω το λόγο•
заключить счет κλείνω το λογαριασμό.
4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.5. συνάπτω, κλείνω•заключить договор κλείνω συμφωνία•
заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•
заключить контракт κλείνω σύμβαση•
заключить пари βάζω στοίχημα•
заключить брак συνάπτω γάμο.
εκφρ.заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.παλ. κλείνομαι•зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•
она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.
-
5 затворничество
затворни||чествос1. τό κλίείσιμο σέ μοναστήρι, ἡ ἐγκάθειρξη [-ις] εἰς μο-νήν2. перен βίος μονήρης. -
6 монастырь
монастырьм τό μοναστήρι[ον], ἡ μονή. -
7 монастырь
[μαναστύρ'] ουσ. α. μοναστήρι -
8 обитель
[αμπίτιλ'] ουσ. θ. μοναστήρι, μονή, κατοικία, διαμονή -
9 монастырь
[μαναστύρ'] ουσ α μοναστήρι -
10 обитель
[αμπίτιλ'] ουσ θ μοναστήρι, μονή, κατοικία, διαμονή -
11 аббатство
-а ουδ.αβαείο, ηγουμενείο, καθολικό μοναστήρι. -
12 вклад
-а α.1. κατάθεση, καταβολή•вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.
2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.
-
13 запереть
-пру, -прешь, παρλθ. χρ. запер-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заперший), παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, βρ: -перт, -а, -о,επιρ. μτχ. заперев ρ.σ.μ.1. κλειδώνω, κλείνω με•запереть на ключ, на замок κλείνω με το κλαδί, την νιλειδωνιά•
запереть засовом μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.
2. περιορίζω•запереть в монастырь κλείνω στο μοναστήρι.
|| μτφ. εμποδίζω τη διάβαση, φράζω.εκφρ.-ло дух ή дыхание – μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή.1. κλειδώνομαι μέσα. || μτφ. περιορίζομαι, απομονώνομαι.2. κλείνω•дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε.
3. βλ. запираться (2 σημ.). -
14 заточать
-
15 заточение
-я ουδ.παλ. κλείσιμο στη φυλακή, μοναστήρι κ.τ.τ.χρόνος παραμονής στη φυλακή ή εξορία. -
16 заточить
заточить 1-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ. παλ. κλείνω στη φυλακή, στο μοναστήρι κ.τ.τ.заточить 2-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заточенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω. || ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•-карандаш ξύνω το μολύβι.
2. αρχίζω να τροχίζω, να ακονίζω. -
17 лавра
-ы θ.λαύρα, μεγάλο μοναστήρι. -
18 обитель
-и θ.1. (γραπ. λόγος) μοναστήρι, μονή.2. παλ. κατοικία, ενδιαίτημα. -
19 обительский
επ. (γραπ. λόγος) μοναστήρι ακός. -
20 пустынь
κ. (δία λκ.) пустыня, -и θ.παλ. ασκητήριο, ασκηταριό. || μοναστήρι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μοναστήρι — I Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 113 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται ανατολικά της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αετού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 286 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek
μοναστήρι — το ιού, το κτιριακό συγκρότημα όπου ζουν οι καλόγεροι, η μονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπιτόλια ή Μοναστήρι — (Bitolj). Πόλη (περ. 84.400 κάτ.) της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, πάνω σε παραπόταμο του Κρνα, στην ομώνυμη πεδιάδα. Βρίσκεται σε απόσταση 105 χλμ. από τα Σκόπια, με τα οποία συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή, όχι μακριά από … Dictionary of Greek
Νέο Μοναστήρι — Sp Nèo Monastỹris Ap Νέο Μοναστήρι/Neo Monastiri L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μέγα Μοναστήρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 627 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρμενίου … Dictionary of Greek
Μικρό Μοναστήρι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 12 μ., 1.460 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 40 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκηδόνος … Dictionary of Greek
Νέο Μοναστήρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδος … Dictionary of Greek
Γουβερνέτο — Μοναστήρι της Κρήτης στο βορειοανατολικό άκρο του ακρωτηρίου Μελέχα του νομού Χανίων. Ο φρουριακός περίβολός του έχει σχήμα παραλληλόγραμμου 40 x 50 μ., με τέσσερις τετράγωνους πύργους στις γωνίες. Στη μέση του περιβόλου βρίσκεται ο ναός με… … Dictionary of Greek
Φιλανθρωπινών μονή — Μοναστήρι στο μικρό νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε από την περίφημη βυζαντινή οικογένεια των Φιλανθρωπινών. Αναφέρεται και ως μοναστήρι του Aγίου Νικολάου του Σπανού. Στο καθολικό του μοναστηριού, εικονίζονται ορισμένα μέλη της… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek