μονάρχης
91Τελέριγος — Ηγεμόνας της Βουλγαρίας (771 777). Αποφάσισε να εξαφανίσει το φιλικό προς τους Βυζαντινούς κόμμα της Βουλγαρίας, στο οποίο απέδιδε κατά μεγάλο μέρος τις επιτυχίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, και για τον σκοπό αυτό κατόρθωσε να… …
92Φήλιξ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη Λυκαονία (294) επί Διοκλητιανού (284 305) με αποκεφαλισμό, μαζί με τον πρεσβύτερο Ιανουάριο και τους Σεπτιμίνο και Φουρτουνάτο. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Απριλίου. 2. Πέθανε με… …
93ԿԱՅՍՐ — (սեր, րաց.) NBH 1 1046 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c գ. Բառ լտ. չ՛էսար. յորմէ յն. գէ՛սար. καῖσαρ, αὑτοκράτωρ caesar, imperator μονάρχης, μόναρχος monarcha βασιλεύς rex. Յանուանէ յուլիոսի կեսարու առաջին ինքնակալի առեալ …
94ՄԻԱՀԵԾԱՆ — ( ) NBH 2 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ա. μονάρχης, μόναρχος monarcha, qui solus imperat եւ μοναρχικός monarchicus. Ունօղ զմի հեծան՝ այսինքն զգաւազան իշխանութեան ʼի վերայ բազում վայրաց կամ ազգաց. բացարձակ եւ… …
95αυτοκράτορας — ο θηλ. αυτοκράτειρα και αυτοκρατόρισσα απόλυτος μονάρχης μιας χώρας: Ο Οκταβιανός ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
96ηγεμόνας — ο 1. πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης. 2. μονάρχης. 3. διοικητής μιας αυτόνομης περιοχής: Οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας ήταν Έλληνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
97μονοκράτορας — ο ο απόλυτος κυρίαρχος, ο μονάρχης: Έγινε μονοκράτορας στο βασίλειο αφού δολοφόνησε τον αδερφό του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
98μονάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg μονάρχης masc gen sg …
99monarca — (Del lat. tardío monarcha, y este del gr. μονάρχης). m. Príncipe soberano de un Estado …