μολόθουρος
1μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
2μολόθουρος — an evergreen plant fem nom sg …
3μολοθούροις — μολόθουρος an evergreen plant fem dat pl …
4μολοθούρου — μολόθουρος an evergreen plant fem gen sg …