μολυνίη ἡ πυγή

  • 1μολυνίη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) πυγή, πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε μολυνίης < μολύνω + εκφραστ. επίθημα ίᾱς ίης (πρβλ. υαλ ίης)] …

    Dictionary of Greek