μολοσσικός
1μολοσσικός — μολοσσικός, αττ. τ. μολοττικός, ή, όν (Α) [μολοσσός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μολοσσούς ή στη Μολοσσία, ο καταγόμενος από τη Μολοσσία («Μολοττικοὺς τρέφουσι... κύνας», Αριστοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μολοσσική είδος ορχήσεως …
2Μολοσσικόν — Μολοσσικός masc acc sg Μολοσσικός neut nom/voc/acc sg …
3Μολοττικός — Μολοσσικός , Μολοσσικός masc nom sg …
4Μολοσσικαῖσι — Μολοσσικός fem dat pl (epic ionic aeolic) …
5Μολοσσικοῖσιν — Μολοσσικός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6Μολοσσική — Μολοσσικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7Μολοττικόν — Μολοσσικόν , Μολοσσικός masc acc sg Μολοσσικόν , Μολοσσικός neut nom/voc/acc sg …
8μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …
9Μολοττικοῦ — Μολοσσικοῦ , Μολοσσικός masc/neut gen sg …
10Μολοττική — Μολοσσική , Μολοσσικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …