1μολόβρια — μολόβριον the young of the wild swine neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2μολόβριον — και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [μολοβρός] 1. το νεογνό τού αγριοχοίρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῑται …
Dictionary of Greek