Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μοιράζομαι

  • 1 разделиться

    μοιράζομαι; χωρίζομαι ( отделяться)

    Русско-греческий словарь > разделиться

  • 2 делить

    делить 1) διαιρώ 2) (что-л. с кем-л.) μοίραζα); διανέμω, κατανέμω (распределять) \делиться 1) (на части) διαιρούμαι, μοιράζομαι 2) (чем -л.) μοιράζομαι; \делиться впечатлениями λέω τις εντυπώσεις μου
    * * *
    2) (что-л. с кем-л.) μοιράζω; διανέμω, κατανέμω ( распределять)

    Русско-греческий словарь > делить

  • 3 делиться

    1) ( на части) διαιρούμαι, μοιράζομαι
    2) (чем-л.) μοιράζομαι

    дели́тьсяся впечатле́ниями — λέω τις εντυπώσεις μου

    Русско-греческий словарь > делиться

  • 4 делиться

    1. мат. διαιρούμαι 2. (на классы, группы, категории) (δια)χωρίζομαι, ταξινομούμαι 3. (яд.физ.) (обладать свойством деления) διασπούμαι 4. (взаимно обмениваться чем- л.) (δια)μοιράζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делиться

  • 5 разделиться

    1. мат. διαιρούμαι 2. (разъе-диниться, распасться на части) (διαχωρίζομαι 3. (разветвиться, разойтись в разные стороны) διακλαδίζομαι 4. (разойтись, напр. во мнении) διχάζομαι
    χωρίζομαι
    5. (произвести дележ чего-л. между собой) μοιράζομαι, χωρίζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделиться

  • 6 разделить

    разделить, разделять διαιρώ, μοιράζω· ξεχωρίζω (разъединить)' διανέμω, κατανέμω (распределить) \разделиться μοιράζομαι· χωρίζομαι (отделяться)
    * * *
    = разделять
    διαιρώ, μοιράζω; ξεχωρίζω ( разъединить); διανέμω, κατανέμω ( распределить)

    Русско-греческий словарь > разделить

  • 7 делицть

    дели́цть
    несов
    1. (на части) διαιρώ, χωρίζω, (δια)μοιράζω/ διανέμω, κατανέμω (распределять):
    \делицть поровну χωρίζω (или μοιράζω) σέ ίσα μέρη· \делицть пополам χωρίζω (или μοιράζω) στά δύο·
    2. мат διαι-ρῶ· 3.:
    \делицть с кем-л что-л. μοιράζομαι μέ κάποιον мы \делицтьли горе и радость μαζί μοιραζόμαστε τίς πίκρες καί τις χαρές· ◊ \делицть шкуру неубитого медведя погов. шутл.ха ψάρια στό γιαλό καί μεϊς τά τηγανίζουμε.

    Русско-новогреческий словарь > делицть

  • 8 делицтьться

    дели́цть||ться
    1. διαιρούμαι, χωρίζομαι, διχάζομαι, διχοτομοῦμαι·
    2. мат διαιρούμαι·
    3. (чем-л. с кем-л.) μοιράζομαι, ἀνταλάσσω:
    \делицтьтьсяться впечатлениями λέ(γ)ω τίς ἐντυπώσεις μου· \делицтьтьсяться с кем-либо своим горем λέ(γ)ω τόν καημό μου σέ κάποιον \делицтьтьсяться знаниями μεταδίδω τίς γνώσεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > делицтьться

  • 9 распределениеяться

    распределение||яться
    (размещаться) κατανέμομαι, μοιράζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > распределениеяться

  • 10 трапеза

    трапез||а
    ж книжн. τό τραπέζι, τό γεῦμα:
    сесть за \трапезау κάθομαι στό τραπέζι· делить \трапезау с кем-л. μοιράζομαι μέ κάποιον τό φαγητό μου.

    Русско-новогреческий словарь > трапеза

  • 11 развёрстывать

    ρ.δ.
    βλ. разверстать.
    διανέμομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > развёрстывать

  • 12 разделить

    -елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделенный, βρ: -лен, -лена -лено
    ρ.σ.μ.
    1. (δια)μοιράζω, διανέμω• (δια)χωρίζω•

    разделить яблоко на пять частей χωρίζω το μήλοσεπέντε μέρη•

    разделить книгу на глэвы χωρίζω το βιβλίο σε κεφάλαια•

    разделить наследство μοιράζω την κληρονομιά.

    2. διχάζω, διχοτομώ. || απομονώνω, ξεκόβω.
    3. συμμετέχω, παίρνω μέρος.
    4. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω•

    разделить участь чью-н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κάποιου•

    разделить радость συμμετέχω στη χαρά.Π συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ,).

    5. (μαθ.) διαιρώ•

    разделить десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο.

    1. (δια)χωρ ίζομαι, διχάζομαι•

    река в этом дасте -лась на два рукава το ποτάμι σ αυτό το μέρος χώρισε σε δυο βραχίονες•

    отряд -лся на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες.

    2. μτφ. μοιράζομαι•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    3. χωρίζω•

    дети после смерти отца -лись τα παιδιάμετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разделить

  • 13 распасться

    -падтся, παρλθ. χρ. распался, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. распавшийся ρ.σ.
    1. πέφτω θρυμματ ιζόμενος. || χωρίζομαι, διασπώμαι, αποσυντίθεμαι•

    молекула -лась на атомы το μόριο χωρίστηκε σε άτομα.

    2. μοιράζομαι, διανέμομαι•
    7. сыновьями η περιουσία μοιράστηκε μεταξύ των γιων. || μτφ. διαλύομαι• καταρρέω•

    их дружба -лась η φιλία τους χάλασε•

    коалиция--лась ο συνασπισμός διαλύθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > распасться

  • 14 рассыпать

    -плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.
    1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•

    рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•

    всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•

    рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•

    рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.

    2. ρίχνω•

    рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.

    3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.
    4. αραιώνω•

    рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.

    1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.
    2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.
    3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•

    е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.

    4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•

    охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.

    5. διαχέομαι• αναλύομαι•

    рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•

    рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.

    6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).
    ρ.δ.
    βλ. рассыпать.
    βλ. рассыпаться.

    Большой русско-греческий словарь > рассыпать

См. также в других словарях:

  • μοιράζομαι — μοιράζομαι, μοιράστηκα, μοιρασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταδατούμαι — καταδατοῡμαι, έομαι (Α) 1. μοιράζομαι τροφή με άλλους 2. κατασπαράζω 3. διανέμω, μοιράζω («τὰν γᾱν κατεδασσάμεθα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δατοῦμαι «μοιράζομαι κάτι με άλλους»] …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • άδαστος — ἄδαστος, ον (Α) αμοίραστος, αμέριστος, αδιανέμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *δαστός (πρβλ. μυκηναϊκό e pi da to, «ἐπίδαστος») < ἐδασάμην, δάσασθαι, αόρ. τού δατέομαι (= μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλο, κόβω σε τεμάχια, σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • αδελφομοιράζω — 1. διανέμω, μοιράζω την πατρική περιουσία μεταξύ αδελφών 2. μοιράζομαι αυτή την περιουσία με τα αδέλφια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μοιράζω. ΠΑΡ. αδελφομοιρασιά, αδελφομοίρασμα] …   Dictionary of Greek

  • δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… …   Dictionary of Greek

  • διαδατέομαι — (Α) [διατέομαι] 1. μοιράζομαι μαζί με άλλους 2. διαχωρίζω, μοιράζω …   Dictionary of Greek

  • διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… …   Dictionary of Greek

  • διαμοιράζω — (Α διαμοιράζω) 1. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω 2. τεμαχίζω κάτι και τό διανέμω 3. κατανέμω 4. ( ομαι) μοιράζομαι με άλλον νεοελλ. 1. κομματιάζω, κατασπαράσσω 2. τοποθετώ αραιά …   Dictionary of Greek

  • επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… …   Dictionary of Greek

  • επιμερίζω — (AM ἐπιμερίζω) χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω μσν. μέσ. ἐπιμερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλον αρχ. 1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά 2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος 3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά 4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»