μοιμύλλω

  • 1μοιμυλλώ — μοιμυλλῶ, άω (Α) βλ. μοιμύλλω …

    Dictionary of Greek

  • 2μοιμύλλω — και μοιμυλλῶ, άω (Α) 1. μοιμυώ* 2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ι , πρβλ. δαι δάλλω < *δαλ δάλλω)] …

    Dictionary of Greek

  • 3μοιμυώ — μοιμυῶ, άω (Α) συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)] …

    Dictionary of Greek

  • 4μυώ — (I) μυῶ, άω (Α) 1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε σκαρδαμύττετε». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα τού Ησυχίου «μυᾱτε σκαρδαμύττετε», όπου… …

    Dictionary of Greek