μογέω
71ἐμόγησε — μογέω toil aor ind act 3rd sg …
72ἐμόγησεν — μογέω toil aor ind act 3rd sg …
73μογέοντ' — μογέοντα , μογέω toil pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) μογέοντα , μογέω toil pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) μογέοντι , μογέω toil pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) μογέοντι ,… …
74ὑπερμογέοντ' — ὑπερμογέοντα , ὑπέρ μογέω toil pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ὑπερμογέοντα , ὑπέρ μογέω toil pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ὑπερμογέοντι , ὑπέρ μογέω toil pres part act masc/neut dat sg (epic… …
75ἐμόγησ' — ἐμόγησα , μογέω toil aor ind act 1st sg ἐμόγησε , μογέω toil aor ind act 3rd sg …
76αμόγητος — ἀμόγητος, ον (Α) ακαταπόνητος, ακούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μογέω «κοπιάζω, υποφέρω». ΠΑΡ. αρχ. ἀμογητί] …
77μογείω — (Α) μογέω …
78μόγημα — μόγημα, τὸ (Μ) [μογέω] μόχθος, κόπος, προσπάθεια …
79μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… …
80υπερμογώ — έω, Α βρίσκομαι σε υπερβολικά δύσκολη κατάσταση, σε δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μογέω «μοχθώ, κοπιάζω, υποφέρω, υπομένω»] …