μοίρασα

  • 1μοιράζω — μοίρασα, μοιράστηκα, μοιρασμένος 1. χωρίζω κάτι σε μερίδια, τεμαχίζω, διανέμω, διαιρώ: Μοίρασε τη σούπα στα πιάτα. 2. μτφ., σκορπίζω, σπαταλώ, παρέχω άφθονα: Μοιράζει φιλιά και χάδια σε πολλές γυναίκες. 3. το μέσ., μοιράζομαι παίρνω το μερίδιο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 3δημόθεν — επίρρ. (Α) 1. από τον δήμο 2. φρ. «δημόθεν ἄλφιτα δῶκα» μοίρασα αλεύρι με δαπάνες τού δήμου 2. μέσα από το πλήθος, από τον συγκεντρωμένο κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + (επιρρ. κατάλ.) θεν] …

    Dictionary of Greek

  • 4μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 5μοιρασιά — και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία) μοίρασμα, διανομή μσν. 1. η πράξη τής διαίρεσης στα μαθηματικά 2. μερτικό, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 6μοιράζω — μοιράζω, μοίρασα βλ. πίν. 35 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής