μνηστήρεσσι
1μνηστήρεσσι — μνηστήρ wooer masc dat pl (epic aeolic) …
2πολυκέρδεια — και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ [πολυκερδής] η ιδιότητα τού πολυκερδούς αρχ. η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.) …