μνησί-τοκος

  • 1τελεσσίτοκος — και τελεσίτοκος, ον, Α τελειοτόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί τοκος, με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …

    Dictionary of Greek

  • 2μνησίτοκος — μνησίτοκος, ον (Α) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος] …

    Dictionary of Greek