μναμόνα
1Μναμόνα — Μναμόνα, ἡ (Α) η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. τού Μναμο[σύ]νη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)] …
2μνάμονα — μνά̱μονα , μνήμων mindful masc/fem acc sg (doric) …
3μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… …