μνάομαι
51-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …
52εύμνηστος — εὔμνηστος, ον, δωρ. τ. εὔμναστος, ον (Α) αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)] …
53μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …
54μνεία — η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ) 1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῡ νεανίσκου», Πλάτ.) 2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῡμαι τινος» ή «κάνω μνεία» υπενθυμίζω, μιλώ… …
55ՅԻՇԱՏԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0359 Chronological Sequence: Early classical, 13c ն. Որպէս Յիշել. μνάομαι, μιμνήσκω եւն. memini, reminiscor, recordor. *Յիշատակեալ զարտասուսն քո: Ողորմութիւնք քո յիշատակեցան առաջի Աստուծոյ եւ այլն: *Յիշատակելով յիշեա՛ զասացեալն.… …
56ՅԻՇԵՄ — (եցի.) NBH 2 0360 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c ն. μνάομαι, μιμνήσκομαι, μνηονεύω, ἁναμιμνήσκομαι memini, recordor, commemoro, memor sum. Յուշ բերել. յիշատակել. զանցեալսն ածել զմտաւ. նորոգել զեղեալսն ʼի մտի. ...… …
57'μνήσθην — ἐμνήσθην , μιμνήσκω remind aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐμνήσθην , μιμνήσκω remind aor ind pass 1st sg ἐμνήσθην , μνάομαι to be mindful of imperf ind mp 3rd dual (doric) …
58μνᾶσαι — μιμνήσκω remind aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic) μιμνήσκω remind aor inf act (epic doric aeolic) μνάομαι to be mindful of pres ind mp 2nd sg …
59μνάμαν — μνά̱μᾱν , μνάομαι to be mindful of imperf ind mp 1st sg (doric aeolic) …
60μνάσθω — μνά̱σθω , μνάομαι to be mindful of pres imperat mp 3rd sg …