μιτρηφόρος
1μιτρηφόρος — μιτρηφόρος, ον (Α) βλ. μιτροφόρος …
2μιτρηφόρος — wearing a masc/fem nom sg …
3μιτρηφόρον — μιτρηφόρος wearing a masc/fem acc sg μιτρηφόρος wearing a neut nom/voc/acc sg …
4μιτρηφόρε — μιτρηφόρος wearing a masc/fem voc sg …
5μιτρηφόροι — μιτρηφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl …
6μιτρηφόρους — μιτρηφόρος wearing a masc/fem acc pl …
7μιτρηφόρῳ — μιτρηφόρος wearing a masc/fem/neut dat sg …
8μιτροφόροι — μιτρηφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl μιτροφόρος masc/fem nom/voc pl …
9μιτροφόρος — ο (Α μιτρηφόρος και μιτροφόρος, ον) αυτός που φορά μίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + φόρος (< φέρω). Ο τ. μιτρηφόρος με η για μετρικούς λόγους] …