μισόλογος
1μισόλογος — μισόλογος, ον (Α) αυτός που απεχθάνεται τις διαλεκτικές συζητήσεις, τα επιχειρήματα, τους λόγους, τις ομιλίες. επίρρ... μισολόγως (Α) με μίσος κατά τών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + λογος*] …
2μισόλογος — μῑσόλογος , μῑσόλογος hating argument masc/fem nom sg μῑσόλογος , μισόλογος hating argument masc/fem nom sg …
3μισολόγως — μῑσολόγως , μῑσόλογος hating argument adverbial μῑσολόγως , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc pl (doric) μῑσολόγως , μισόλογος hating argument adverbial μῑσολόγως , μισόλογος hating argument masc/fem acc pl (doric) …
4μισόλογον — μῑσόλογον , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc sg μῑσόλογον , μῑσόλογος hating argument neut nom/voc/acc sg μῑσόλογον , μισόλογος hating argument masc/fem acc sg μῑσόλογον , μισόλογος hating argument neut nom/voc/acc sg …
5Gaudeamus igitur — (lateinisch für Lasst uns also fröhlich sein!), auch bekannt unter dem Titel De brevitate vitae (lat. für Über die Kürze des Lebens), ist ein Studentenlied mit lateinischem Text und gilt als das berühmteste traditionelle Studentenlied der… …
6-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …
7μισολογία — μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος] 1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.) 2. αποστροφή προς τις… …
8μισολογώ — μισολογῶ, έω (Α) [μισόλογος] 1. απεχθάνομαι τους λόγους, τα επιχειρήματα, τις συζητήσεις 2. συνεκδ. αποστρέφομαι τα γράμματα, τη μόρφωση, την παιδεία …
9μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …
10μισολόγους — μῑσολόγους , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc pl μῑσολόγους , μισόλογος hating argument masc/fem acc pl …
- 1
- 2