μισοκλείνω

  • 1μισοκλείνω — κλείνω κάτι κατά το ήμισυ, κλείνω λίγο, όχι εντελώς …

    Dictionary of Greek

  • 2μισοκλείνω — μισόκλεισα, μισοκλείστηκα, μισοκλεισμένος, μισανοίγω, δεν κλείνω εντελώς: Μισόκλειναν τα μάτια μου από νύστα και κούραση …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …

    Dictionary of Greek

  • 4ανακουφώνω — 1. σκάβω κάτι καιτό κάνω κοίλο 2. (για πόρτες και παράθυρα) κυρτώνω, μισοκλείνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουφώνω. ΠΑΡ. ανακουφωτός] …

    Dictionary of Greek

  • 5γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 6επικαμμύω — ἐπικαμμύω (Α) καμμύω, μισοκλείνω τα μάτια …

    Dictionary of Greek

  • 7καμμύω — (AM καμμύω) (επικ. και ποιητ. τ. αντί καταμύω) (μτβ.) κλείνω τα μάτια νεοελλ. μσν. (αμτβ.) μισοκλείνω τα βλέφαρα μσν. 1. μισοκοιμάμαι 2. μτφ. παραβλέπω, αδιαφορώ 3. φρ. «καμμύω τὰ δύο μου» πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα μύω, με αποκοπή της προθέσεως …

    Dictionary of Greek

  • 8μισόκλειστος — η, ο [μισοκλείνω] κλεισμένος κατά το ήμισυ, όχι εντελώς κλεισμένος …

    Dictionary of Greek

  • 9μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… …

    Dictionary of Greek