μισθώσιμος
1μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου …
2μισθώσιμος — that can be hired masc/fem nom sg …
3μισθώσιμα — μισθώσιμος that can be hired neut nom/voc/acc pl …
4ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] …
5μισθωσιμαίος — μισθωσιμαῑος, α, ον (Α) [μισθώσιμος] μισθωτός, μισθωμένος …