μισθὸς
1μισθός — hire masc nom sg …
2μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …
3μισθός — ο το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για εργασία ενός μήνα: Παρά τις αυξήσεις στην αγορά οι μισθοί παρέμειναν σταθεροί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Μισθὸς ἀρετὴς ἔπαινος. — См. По заслуге и почет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5μισθοῖο — μισθός hire masc gen sg (epic) μισθόω let out for hire pres opt mp 2nd sg …
6μισθοῖς — μισθός hire masc dat pl μισθόω let out for hire pres opt act 2nd sg μισθόω let out for hire pres subj act 2nd sg μισθόω let out for hire pres ind act 2nd sg …
7μισθοῖσιν — μισθός hire masc dat pl (epic ionic aeolic) μισθόω let out for hire pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) μισθόω let out for hire pres subj act 3rd sg (epic) μισθόω let out for hire pres ind act 3rd pl (aeolic) …
8μισθοί — μισθός hire masc nom/voc pl μισθόω let out for hire pres subj mp 2nd sg μισθόω let out for hire pres ind mp 2nd sg μισθόω let out for hire pres subj act 3rd sg …
9μισθοῦ — μισθός hire masc gen sg μισθόω let out for hire pres imperat mp 2nd sg μισθόω let out for hire imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
10μισθούς — μισθός hire masc acc pl …