μισθὸς
91ικανοποιητικός — ή, ό 1. (για ενέργειες, καταστάσεις ή πράγματα) αυτός που μπορεί να προσφέρει ικανοποίηση, επάρκεια ή ευχαρίστηση («ικανοποιητική δήλωση») 2. (για αμοιβή εργασίας ή για κέρδος επιχειρήσεως) επαρκής, αρκετός («μισθός ικανοποιητικός»). επίρρ...… …
92ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …
93κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… …
94κάρθρα — κάρθρα, τὰ (Α) επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. θρον (πρβλ. βά θρον, έλκη θρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τού ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ τός, ο παρακμ. κέ καρ μαι κ.λπ.] …
95κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… …
96καθηγητικός — ή, ὁ (Α καθηγητικός, ή, όν) [καθηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καθηγητή («καθηγητικός μισθός») αρχ. ικανός για καθοδήγηση, οδηγητικός …
97κακόμισθος — κακόμισθος, ον (Α) αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό μισθό, που κακοπληρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μισθός] …
98καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …
99καταμισθούμαι — καταμισθοῡμαι, όομαι (Α) δεκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μισθοῦμαι (< μισθοῦμαι < μισθός), πρβλ. παρα μισθούμαι, προ μισθούμαι] …
100κερδομίσθιον — ή κερδόμισθον, τό (Μ) το κέρδος από εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μίσθιον (< μισθός), πρβλ. αντι μίσθιον, ημερο μίσθιον] …