μισθὸς

  • 81επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 …

    Dictionary of Greek

  • 82επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 83επιμίσθιο — το (Α ἐπιμίσθιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιμίσθιο πρόσθετη αμοιβή επί πλέον τού κανονικού μισθού αρχ. ο μισθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθός] …

    Dictionary of Greek

  • 84ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… …

    Dictionary of Greek

  • 85εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν …

    Dictionary of Greek

  • 86ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… …

    Dictionary of Greek

  • 87ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… …

    Dictionary of Greek

  • 88ημερομίσθιος — α, ο 1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες») 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει …

    Dictionary of Greek

  • 89θητείον — θητεῑον, τὸ (Α) [θητεύω] 1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας 2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» τίτλος έργου τού κωμικού Σωπάτρου …

    Dictionary of Greek

  • 90θητώνιον — θητώνιον, τὸ (Α) μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ ός + ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ ώνιον, oψ ώνιον] …

    Dictionary of Greek