μισθὸς

  • 51ВОЙСКО —    • Exercïtus.     I. У греков.          Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 52ГОНОРАР —    • Honorarium,          τιμή или μισθός, подарок, который уже во время республики провинциалы подносили римским чиновникам. Сперва он состоял из произведений природы; при императорах он заключался в деньгах, платимых провинциалами, которые… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 53МЕДИКИ —    • Medici,          ι̉ατροί, врачи пользовались в Греции уже в древнейшие времена большим почетом, даже считались священными, т. к. врачевание и пророчество (ι̉ατρική и μαντική), по верованию древних, находились в самой тесной связи; особенно… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 54Miethe (3), die — 3. * Die Miethe, plur. die n, ein veraltetes Wort, welches nur noch in einigen Oberdeutschen Gegenden üblich ist. Es bedeutete, 1) ein Geschenk, in welcher Bedeutung es im Ottfried Miata, im Notker Mieta, und im Schwed. Muta lautet. Es soll… …

    Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • 55Proto-Germanic language — Proto Germanic Spoken in Northern Europe Extinct evolved into Proto Norse, Gothic, Frankish and Ingvaeonic by the 4th century Language family Indo European …

    Wikipedia

  • 56Misthos — En la Antigua Grecia, el misthos (en griego antiguo μισθός/misthós),[1] literalmente «salario, paga») era una retribución acordada en Atenas para aquellos que ejercían una función pública, como ser miembro de la Boulé (misthos bouleutikos) o de… …

    Wikipedia Español

  • 57άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] …

    Dictionary of Greek

  • 58άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 59έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… …

    Dictionary of Greek

  • 60έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π …

    Dictionary of Greek