μισθὸς

  • 21ρόγα — η / ῥόγα, ΝΜ (στο Βυζ.) α) το βασιλικό ταμείο β) τα φιλοδωρήματα τού αυτοκράτορα προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, τους κρατικούς υπαλλήλους και τον λαό γ) ο στρατιωτικός μισθός τών ρογατόρων, δηλ. τών μισθοφόρων στρατιωτών δ) τα… …

    Dictionary of Greek

  • 22τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 23мзда — возмездие, безвозмездный, ст. слав. мьзда μισθός (Супр.), болг. мъзда (Младенов 309), словен. mǝzdà, чеш., слвц. mzda, в. луж. zda, mzda. Стар. и. е. основа на о ж. рода. Родственно др. инд. mīḍhàm ср. р. приз , авест. miždǝm награда, выигрыш …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 24ακροατικός — ἀκροατικός, ή, όν (Α) [ἀκροατής] 1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός* 2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων 3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους …

    Dictionary of Greek

  • 25απολαβή — Η ωφέλεια, το κέρδος· (πληθ.) το εισόδημα, o μισθός. Ο όρος εξ απολαβής είναι ναυτικός και σημαίνει τον περιορισμό της ταχύτητας ενός σχοινιού, είτε περιτυλίγοντάς το σε στύλο ή πάσσαλο, είτε συγκρατώντας το με το χέρι (χέρι παρά χέρι). Στη… …

    Dictionary of Greek

  • 26αργόμισθος — ο αυτός που παίρνει μισθό χωρίς να προσφέρει ανάλογη υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (ΙΙ) + μισθος < μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 27επιμισθοφορά — ἐπιμισθοφορά, ἡ (Α) πρόσθετος μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθο φορά «πληρωμή» (< μισθός + φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 28εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …

    Dictionary of Greek

  • 29ληψολιγόμισθος — λιψολιγόμισθος, ή (Α) (ενν. τέχνη) η τέχνη από την οποία προέρχεται λίγος μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆψις + ὀλίγος + μισθός] …

    Dictionary of Greek

  • 30μεγαλόμισθος — μεγαλόμισθος, ον (Α) αυτός που αμείβεται με μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μισθός (πρβλ. υψηλό μισθος)] …

    Dictionary of Greek