μισθὸς

  • 121μισθαγωγός — μισθαγωγὸς και μισταγωγός, ὁ (Μ) αυτός που λαμβάνει μισθό, αμοιβή από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός. Η λ. πλάστηκε πιθ. κατά το πρότυπο τού μυσταγωγός, από όπου και ο τ. μισταγωγός] …

    Dictionary of Greek

  • 122μισθαποδότης — μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ) αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει μσν. (για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ αποδότης] …

    Dictionary of Greek

  • 123μισθαποληψία — μισθαποληψία, ἡ (Α) το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + αποληψία (< απόληπτος < ἀπολαμβάνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 124μισθαποχή — μισθαποχή, ἡ (Α) 1. συμβόλαιο μισθώσεως με προκαταβολική πληρωμή τού μισθώματος 2. είσπραξη μισθού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποχή «απόδειξη εξοφλήσεως χρέους» (πρβλ. κατ αποχή)] …

    Dictionary of Greek

  • 125μισθαρχίδης — μισθαρχίδης, ὁ (Α) (κωμικό πατρων. στον Αριστοφ.) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα δημόσια αξιώματα τα οποία αμείβονται με μισθό («σὺ δ ἐξ ὅτου περ πόλεμος μισθαρχίδης», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀρχή + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 126μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές …

    Dictionary of Greek

  • 127μισθοδότης — ο (Α μισθοδότης) αυτός που δίνει μισθό σε άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 128μισθοκαρπία — μισθοκαρπία, ἡ (Α) μισθωμένη επικαρπία πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + καρπία μέσω ενός αμάρτυρου *μισθόκαρπος (πρβλ. κακο καρπία)] …

    Dictionary of Greek