μισθὸς

  • 111μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… …

    Dictionary of Greek

  • 112μερσί — ευχαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. merci < λατ. merces, edis «μισθός»] …

    Dictionary of Greek

  • 113μερτίκι — μερτίκι, τὸ (Μ) μισθός, αποζημίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μερτίκ ιον, υποκορ. τού μερτικό. Κατ άλλη άποψη, < ρουμ. mertic] …

    Dictionary of Greek

  • 114μηναίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης …

    Dictionary of Greek

  • 115μηνιάτικος — η, ο 1. ο μηνιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα») β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 116μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… …

    Dictionary of Greek

  • 117μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …

    Dictionary of Greek

  • 118μισθάργος — και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ) 1. μισθωτός υπηρέτης 2. υβριστ. μισθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + εργός (< ἔργον), απ εργός πρβλ. κωλυσι εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 119μισθάριν — και μιστάριν και μιστάρι, τὸ (Μ) 1. μισθός, αμοιβή εργασίας 2. ανταμοιβή 3. ναύλος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. μισθάρι(ο)ν] …

    Dictionary of Greek

  • 120μισθάρνης — και μισθαρνής, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος] …

    Dictionary of Greek