μισθὸς

  • 11μισθῶ — μισθός hire masc gen sg (doric aeolic) μισθόω let out for hire pres subj act 1st sg μισθόω let out for hire pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12μισθῶν — μισθός hire masc gen pl μισθόω let out for hire pres part act masc voc sg (doric aeolic) μισθόω let out for hire pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μισθόω let out for hire pres part act masc nom sg μισθόω let out for hire pres inf… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13μισθῷ — μισθός hire masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14μισθόν — μισθός hire masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 15τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …

    Dictionary of Greek

  • 16мьзда — МЬЗД|А (429), Ы с. 1.Плата: имь же и сребрьники да˫ати. и мьздами исправити ѥже воиньствовати. (βενεφικίοις) КЕ XII, 23а; да мыють же (с) •в҃• м(с)цьмь. без мьзды баньны˫а. УСт ХII/ХIII, 243; да не ѹснеть мъзда наимни(к) твоего ѹ тебе до заѹтрь˫а …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 17λουφές — ο (Μ ἀλοφάς και λοφάς και λοφές) 1. μισθός, ιδίως ο μισθός που καταβαλλόταν για την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών επί τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια τής Ελληνικής Επανάστασης 2. φιλοδώρημα 3. δωροδοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ulufe «μισθός»] …

    Dictionary of Greek

  • 18μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …

    Dictionary of Greek

  • 19οψώνιο — το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.) αρχ. 1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα 2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον… …

    Dictionary of Greek

  • 20πρωτόμισθος — ον, Α αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγο μισθος] …

    Dictionary of Greek