μισθωτοί

  • 1μισθωτοί — μισθωτός hired masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2МИСТОТЫ —    • Μισθωτοί,          назывались свободные бедные люди, исполнявшие за плату такого рода поручения, которые обыкновенно лежали на обязанности рабов; подобного рода наемные слуги иногда провожали господ при выходе их из домa …

    Реальный словарь классических древностей

  • 3όπεραι — ὄπεραι, οἱ (Μ) μισθωτοί, εργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. operae «εργάτες, μισθωτοί»] …

    Dictionary of Greek

  • 4Misthi — also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek city in the region of Cappadocia, nowadays Turkey …

    Wikipedia

  • 5РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 6НАЕМНЫЕ РАБОТНИКИ —    • Mercennarii,          μισθωτοί или μισθοφόροι, назывались вообще все служащие за плату, поденщики, сельские работники, пастухи. Ранее, когда еще было мало рабов, поденщиков нанимали в деревнях за известную долю в плодах, позднее, вследствие… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 7Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …

    Wikipedia

  • 8επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …

    Dictionary of Greek

  • 9επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 10εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …

    Dictionary of Greek