μισθοῦμαι

  • 1μισθοῦμαι — μισθόω let out for hire pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2καταμισθούμαι — καταμισθοῡμαι, όομαι (Α) δεκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μισθοῦμαι (< μισθοῦμαι < μισθός), πρβλ. παρα μισθούμαι, προ μισθούμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 3μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 4κωμομισθωτής — κωμομισθωτής, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων τής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο μισθωτής, υπο μισθωτής] …

    Dictionary of Greek

  • 5οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …

    Dictionary of Greek