μισαλλόδοξος

  • 1μισαλλόδοξος — η, ο 1. αυτός που μισεί τους αλλοθρήσκους 2. (κατ επέκτ.) αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές κ.ά. πεποιθήσεις από τις δικές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἀλλόδοξος «αλλόθρησκος, αυτός που έχει διαφορετική αντίληψη για… …

    Dictionary of Greek

  • 2μισαλλόδοξος — η, ο 1. αυτός που μισεί τους αλλόθρησκους. 2. μτφ., αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές πολιτικές ή φιλοσοφικές ιδέες από αυτόν …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3μισαλλοδοξία — η 1. η ιδιότητα τού μισαλλοδόξου, μίσος και απέχθεια προς τους αλλοθρήσκους 2. (κατ επέκτ.) μίσος και απέχθεια προς όσους έχουν διαφορετικές κοινωνικές ή πολιτικές και άλλες πεποιθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισαλλόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826… …

    Dictionary of Greek

  • 4μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …

    Dictionary of Greek