μιξαρχαγέτας
1μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτας, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Κάστορος στους Αργεί ους) αυτός που είναι αρχηγέτης μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἀρχαγέτας] …
2μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτᾱς , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc pl μιξαρχαγέτᾱς , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc nom sg (epic doric aeolic) …
3μιξαρχαγέταν — μιξαρχαγέτᾱν , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc sg (epic doric aeolic) μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc sg …
4μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …