μινύρισμα
1μινύρισμα — warbling neut nom/voc/acc sg …
2μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… …
3μινυρίσμασιν — μινύρισμα warbling neut dat pl …
4μινυρίσματα — μινύρισμα warbling neut nom/voc/acc pl …
5μινυρίσματος — μινύρισμα warbling neut gen sg …
6COLUMBA — I. COLUMBA Ordo militaris a Iohanne I. Castellae Rege institutus, A. C. 1379. Segoviae. Alii hoc filio eius Henrico III. A. C. 1399. tribuunt. columba ordinis insigne, qui minime diuturnus fuit. Favinus, l. 6. p. 1229. II. COLUMBA Veneris apud… …
7μινύριγμα — μινύριγμα, τὸ (Α) είδος εδωδίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύρισμα] …