μινθα
1μίνθα — μίνθα, ἡ (Α) 1. βλ. μίνθη 2. βλ. μίνθος …
2μίνθος — (I) μίνθος, ἡ (Α) βλ. μίνθη. (II) μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α) ανθρώπινη κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «μίνθα τὸ ἡδύοσμον… …
3Mentha — longifolia Scientific classification Kingdom …
4Mentha — Menthe Menthe …
5Menthe — Pour les articles homonymes, voir Menthe (homonymie). Menthe …
6Menta — (Del lat. menta.) ► sustantivo femenino 1 BOTÁNICA Planta herbácea y aromática, de flores rosadas o blancas y hojas opuestas de un color verde intenso, que se utiliza en medicina como antiespasmódico, tónico y estimulante, y para aromatizar… …
7μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… …
8μίνθη — I Νύμφη του Άδη που είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον Πλούτωνα. Η Περσεφόνη ζήλεψε και παραπονέθηκε στη μητέρα της, η οποία μόλις το άκουσε συνέτριψε τη Μ. με τα πόδια της. Ο Πλούτων τότε τη μεταμόρφωσε στο άκαρπο αλλά αρωματικό φυτό που φέρει …
9mintă — MÍNTĂ s.f. v. mentă. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 MÍNTĂ s.f. v. mentă. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DN míntă ( te), s.f. – Plantă (Mentha piperita, Mentha cripsa). – Mr. mentă …
10menta — menta1 (Del lat. menta, y este del gr. μίνθα). f. hierbabuena. menta2 (De mentar). 1. f. rur. Arg. y Ur. reputación. U. m. en pl.) 2. coloq. El Salv. En lenguaje periodístico, pago ilícito que se hace a un periódico o a un periodista por publicar …