μιμητικός
1μιμητικός — ή, ό (ΑΜ μιμητικός, ή, όν) [μιμητής] 1. επιτήδειος στο να μιμείται, ικανός στη μίμηση (α. «ο άνθρωπος είναι ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μιμητική η τέχνη τής …
2μιμητικός — μῑμητικός , μιμητικός able to imitate masc nom sg …
3μιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μίμηση: Μιμητικές εκφράσεις. 2. ο ικανός για μίμηση: Οι παπαγάλοι είναι μιμητικά πουλιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μιμητικά — μῑμητικά , μιμητικός able to imitate neut nom/voc/acc pl μῑμητικά̱ , μιμητικός able to imitate fem nom/voc/acc dual μῑμητικά̱ , μιμητικός able to imitate fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5μιμητικώτερον — μῑμητικώτερον , μιμητικός able to imitate adverbial comp μῑμητικώτερον , μιμητικός able to imitate masc acc comp sg μῑμητικώτερον , μιμητικός able to imitate neut nom/voc/acc comp sg …
6μιμητικωτέρα — μῑμητικωτέρᾱ , μιμητικός able to imitate fem nom/voc/acc comp dual μῑμητικωτέρᾱ , μιμητικός able to imitate fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
7μιμητικῶν — μῑμητικῶν , μιμητικός able to imitate fem gen pl μῑμητικῶν , μιμητικός able to imitate masc/neut gen pl …
8μιμητικόν — μῑμητικόν , μιμητικός able to imitate masc acc sg μῑμητικόν , μιμητικός able to imitate neut nom/voc/acc sg …
9μιμητικώτατον — μῑμητικώτατον , μιμητικός able to imitate masc acc superl sg μῑμητικώτατον , μιμητικός able to imitate neut nom/voc/acc superl sg …
10Andromimetofilia — Saltar a navegación, búsqueda La andromimetofilia (del griego ἀνδρός, varón; μιμητικός, imitable; φιλία, atracción) consiste en la atracción sexual hacia las mujeres que se visten o se comportan como hombres,[1] hacia las mujeres transexuales en… …