μιλώ ψιθυριστά

  • 1διαψιθυρίζω — (Α) 1. μιλώ ψιθυριστά 2. ψιθυρίζω αμοιβαία …

    Dictionary of Greek

  • 2κρυφολέω — μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, κρυφοψιθυρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 3κρυφομουρμουρίζω — μιλώ κατ ιδίαν ή συζητώ με άλλον ψιθυριστά, κρυφά, χωρίς να ακούγομαι …

    Dictionary of Greek

  • 4μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …

    Dictionary of Greek

  • 5κρυφομιλώ — (Μ κρυφομιλώ) μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, με σιγανή φωνή …

    Dictionary of Greek

  • 6σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …

    Dictionary of Greek