-
1 μικρός
[микрос] εκ. маленький,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μικρός
-
2 маленький
επ.1. μικρός•маленький дом μικρό σπίτι.
|| κοντός•-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•маленький человек κοντός άνθρωπος.
|| σύντομος•-ая речь μικρός λόγος (ομιλία).
|| ολιγάριθμος•маленький отряд μικρό τμήμα.
2. άσημος, ασήμαντος•-ая роль μικρός ρόλος•
-ая перемена μικρή αλλαγή•
я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.
3. ανήλικος•-ие дети μικρά! παιδιά.
ουσ. -ий, -ая μικρός•маленький плачет το μικρό κλαίει•
-ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.
εκφρ.по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός. -
3 маленький
маленьк||ийприл1. μικρός, μικρούτσικος:человек \маленькийого роста κοντός ἀνθρωπος·2. (незначительный) ἄσημος, ἀσήμαντος:\маленькийое расстояние ἡ μικρή ἀπόσταση [-ις]· он человек \маленький ἄσημος ἄνθρωπος, τό ἀσήμαντο πρόσωπο·3. (малолетний) μικρός, ἀνήλικος:\маленькийие дети τά ἀνήλικα παιδιά· ◊ \маленький, да удаленький погов. μικρός ἀλλά θαυματουργός. -
4 котелок
ο μικρός λέβητας, το κέλυφος, η καραβάνα, το καζανάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котелок
-
5 малый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > малый
-
6 дорожка
дорожка ж 1) о μικρός δρόμος· το μονοπάτι (тропин ка)· беговая \дорожка о διάδρομος 2) (коврик) το ταπέτο* * *ж1) ο μικρός δρόμος; το μονοπάτι ( тропинка)бегова́я доро́жка — ο διάδρομος
2) ( коврик) το ταπέτο -
7 маленький
-
8 малолетний
-
9 малый
малый 1) μικρός 2) тк. кратк. ф.: туфли мне малы τα παπούτσια μου είναι μικρά* * *1) μικρός2) т.к. кратк. ф.ту́фли мне малы́ — τα παπούτσια μου είναι μικρά
-
10 небольшой
небольшой μικρός, όχι μεγάλος· \небольшой перерыв ξτο μικρό διάλειμμα· \небольшойая комната το μικρό δωμάτιο* * *μικρός, όχι μεγάλοςнебольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα
небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο
-
11 незначительный
-
12 платформа
платформа ж 1) см. перрон 2) (небольшая станция) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, η στάση* * *ж1) см. перрон2) ( небольшая станция) ο μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, η στάση -
13 узкий
-
14 малый
мал||ый Iприл1. (маленький) μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος:\малыйые государства τά μικρά κράτη· \малыйая скорость ж.-д. ἡ μικρή ταχύτητα· бесконечно \малыйая величина мат τό ἀπειροστημόριο[ν]·2. (узкий, тесный) μικρός, στενός:боти́нкя ему́ \малыйы τά παπούτσια τοῦ εἶναι στενά· 3. -
15 малое
мал||оес τό λίγο:без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.малый IIм разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα. -
16 мелкий
мелк||ийприл1. (некрупный) ψιλός, μικρός, λιανός:\мелкийие расходы τά μικρά Εξοδα· \мелкий дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· \мелкийая торговля τό μικρεμπόριο· \мелкий рогатый скот τά γιδοπρόβατα· \мелкий почерк τά ψιλά γράμματα· \мелкий собственник ὁ μικροϊδιοκτήτης· \мелкийая буржуазия ἡ μικροαστική τάξη, οἱ μικροαστοί· \мелкийая кража ἡ μικροκλοπή· \мелкийие деньги τά ψιλα (χρήματα)·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\мелкийая тарелка τό ρηχό πιἀτο·3. (незначительный, ничтожный) μικρός, μικρο· πρεπής, φτηνός:\мелкийие интересы τά στενά ἐνδιαφέροντα. -
17 дорасти
-расту, -стшь, παρλθ. χρ. дорос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доросший ρ.δ.1. μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως•дерево -лс до крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέγη του σπιτιού.
2. φτάνω στην ηλικία•он ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματογράφο•
они не -сли до философии (μτφ.) αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία.
εκφρ.нос не -рос – (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα. -
18 луковка
-и θ.1. μικρός θύσανος.2. μικρό κρεμμύδι.3. παλ. μικρό ωρολόγι της τσέπης.4. μικρός θόλος. -
19 небольшой
επ.,.1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•-ая комната μέτριο δωμάτιο.
|| ολιγάριθμος•небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•
небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.
|| (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•небольшой срок μικρή προθεσμία.
2. ασήμαντος•-ая польза μικρή ωφέλεια•
-ая беда μικρό κακό.
|| μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.
3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.
εκφρ.с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•за -им д-лом – βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом). -
20 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος.
См. также в других словарях:
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και … Dictionary of Greek
Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου … Dictionary of Greek
Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών … Dictionary of Greek
Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος … Dictionary of Greek
Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου … Dictionary of Greek
Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… … Dictionary of Greek
Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας … Dictionary of Greek