μικρο-πρεπής
1μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… …
2νηπιοπρεπής — νηπιοπρεπής, ές (ΑΜ) αυτός που αρμόζει σε νήπια αρχ. κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή τού χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή τής Εκκλησίας. επίρρ... νηπιοπρεπῶς (Μ) με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο,… …
3πτωχοπρεπής — ές, ΜΑ αυτός που ταιριάζει σε φτωχό, ταπεινός στην εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο πρεπής] …