-
1 булавочный
була́в||очныйприл τής καρφίτσας; ◊ с \булавочныйочную головку μιά σταλιά, τοσουλάκης, μικρούτσικος. -
2 крохотный
крохотный, крошечныйприл μικροσκοπικός, μικρούτσικος. -
3 крошечный
крохотный, крошечныйприл μικροσκοπικός, μικρούτσικος. -
4 маленький
маленьк||ийприл1. μικρός, μικρούτσικος:человек \маленькийого роста κοντός ἀνθρωπος·2. (незначительный) ἄσημος, ἀσήμαντος:\маленькийое расстояние ἡ μικρή ἀπόσταση [-ις]· он человек \маленький ἄσημος ἄνθρωπος, τό ἀσήμαντο πρόσωπο·3. (малолетний) μικρός, ἀνήλικος:\маленькийие дети τά ἀνήλικα παιδιά· ◊ \маленький, да удаленький погов. μικρός ἀλλά θαυματουργός. -
5 малый
мал||ый Iприл1. (маленький) μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος:\малыйые государства τά μικρά κράτη· \малыйая скорость ж.-д. ἡ μικρή ταχύτητα· бесконечно \малыйая величина мат τό ἀπειροστημόριο[ν]·2. (узкий, тесный) μικρός, στενός:боти́нкя ему́ \малыйы τά παπούτσια τοῦ εἶναι στενά· 3. -
6 малюсенький
малюсенькийприл разг μικρούτσικος, μικρούλης. -
7 крохотный
[κρόχατνυϊ] εκ. μικρούτσικος -
8 маленький
[μάλιν'κιϊ] επ. μικρός, μικρούτσικος -
9 малюсенький
[μαλγιούσιν'κιϊ] εκ. μικρούτσικος -
10 крохотный
[κρόχατνυϊ] επ μικρούτσικος -
11 маленький
[μάλιν'κιϊ] επ μικρός, μικρούτσικος -
12 малюсенький
[μαλγιούσιν'κιϊ] επ μικρούτσικος -
13 булавочный
-
14 воробьиный
επ.σπουργίτικος, του σπουργίτη•-ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•
-ая стая σμήνος σπουργιτών.
ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.εκφρ.- ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος). -
15 малюсенький
επ.μικρούτσικος, μικρούλικος, μικρούλης.
См. также в других словарях:
μικρούτσικος — η, ο (Μ μικρούτσικος και μικρούτζικος, η, ον) [μικρός] 1. πάρα πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («ένα μικρό μικρούτσικο, τού βασιλιά τ αγγόνι», δημ. τραγούδι) 2. κάπως μικρός 3. πάρα πολύ μικρός ως προς την ηλικία, μικρούλης μσν. 1. ασήμαντος 2 … Dictionary of Greek
Μικρούτσικος, Θάνος — (Πάτρα 1947 –). Μουσικοσυνθέτης και πολιτικός. Παρακολούθησε μουσικές σπουδές στην Φιλαρμονική Εταιρία Πατρών και στο Ελληνικό Ωδείο, ενώ σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μπήκε στον χώρο της μουσικής κατά τη δεκαετία του ‘70… … Dictionary of Greek
μικρούτσικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλικος: Έχει μικρούτσικα μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Thanos Mikroutsikos — ( el. Θάνος Μικρούτσικος) (1947 ) was born in Patras, Greece and is one of the leading composers of popular and classical music in his home country. He studied music theory and piano at the Patras Philharmonic Society and at the Greek… … Wikipedia
Mikroutsikos — Thanos Mikroutsikos Thanos Mikroutsikos (griechisch: Θάνος Μικρούτσικος) (* 13. April 1947 in Patras, Griechenland) ist einer der führenden Komponisten der griechischen Volks und klassischen Musik. Er vermischt eine Reihe von Musikrichtungen in… … Deutsch Wikipedia
Thanos Mikroutsikos — (griechisch Θάνος Μικρούτσικος, * 13. April 1947 in Patras) ist einer der führenden Komponisten der griechischen Volks und klassischen Musik. Er vermischt eine Reihe von Musikrichtungen in seinem Werk, von Volksmusik bis elektronischer Musi … Deutsch Wikipedia
Патры — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
κόντιλος — κόντιλος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. ιλος (πρβλ. στρόβ ιλος < στρόβος)] … Dictionary of Greek
τσιούτσικος — η, ο, Ν πολύ μικρός, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης (πρβλ. και τον διαλ. τ. τσιότσιος «μικρός, λίγος», καθώς και το επίρρμ. τσιότσιο «λίγο», που μερικοί τους συνδέουν με τους ομηρ. τ. τυτθός, ον «μικρός, νέος» και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek