Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μικρούτσικος

См. также в других словарях:

  • μικρούτσικος — η, ο (Μ μικρούτσικος και μικρούτζικος, η, ον) [μικρός] 1. πάρα πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («ένα μικρό μικρούτσικο, τού βασιλιά τ αγγόνι», δημ. τραγούδι) 2. κάπως μικρός 3. πάρα πολύ μικρός ως προς την ηλικία, μικρούλης μσν. 1. ασήμαντος 2 …   Dictionary of Greek

  • Μικρούτσικος, Θάνος — (Πάτρα 1947 –). Μουσικοσυνθέτης και πολιτικός. Παρακολούθησε μουσικές σπουδές στην Φιλαρμονική Εταιρία Πατρών και στο Ελληνικό Ωδείο, ενώ σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μπήκε στον χώρο της μουσικής κατά τη δεκαετία του ‘70… …   Dictionary of Greek

  • μικρούτσικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλικος: Έχει μικρούτσικα μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Thanos Mikroutsikos — ( el. Θάνος Μικρούτσικος) (1947 ) was born in Patras, Greece and is one of the leading composers of popular and classical music in his home country. He studied music theory and piano at the Patras Philharmonic Society and at the Greek… …   Wikipedia

  • Mikroutsikos — Thanos Mikroutsikos Thanos Mikroutsikos (griechisch: Θάνος Μικρούτσικος) (* 13. April 1947 in Patras, Griechenland) ist einer der führenden Komponisten der griechischen Volks und klassischen Musik. Er vermischt eine Reihe von Musikrichtungen in… …   Deutsch Wikipedia

  • Thanos Mikroutsikos — (griechisch Θάνος Μικρούτσικος, * 13. April 1947 in Patras) ist einer der führenden Komponisten der griechischen Volks und klassischen Musik. Er vermischt eine Reihe von Musikrichtungen in seinem Werk, von Volksmusik bis elektronischer Musi …   Deutsch Wikipedia

  • Патры — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • κόντιλος — κόντιλος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. ιλος (πρβλ. στρόβ ιλος < στρόβος)] …   Dictionary of Greek

  • τσιούτσικος — η, ο, Ν πολύ μικρός, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης (πρβλ. και τον διαλ. τ. τσιότσιος «μικρός, λίγος», καθώς και το επίρρμ. τσιότσιο «λίγο», που μερικοί τους συνδέουν με τους ομηρ. τ. τυτθός, ον «μικρός, νέος» και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»