Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μικροσκοπικός

См. также в других словарях:

  • μικροσκοπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικροσκόπιο ή αυτός που γίνεται με μικροσκόπιο («μικροσκοπική εξέταση») 2. αυτός που είναι τόσο μικρός ώστε να είναι ορατός μόνο με το μικροσκόπιο («μικροσκοπικά ζωύφια» 3. πολύ μικρός («μικροσκοπικό… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκοπικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μικροσκόπιο: Μικροσκοπική εξέταση. 2. πολύ μικρός: Δεν μπορώ να διαβάσω αυτά τα μικροσκοπικά γράμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκαρι — ( εως), το (Α ἀκαρί, τό) νεοελλ. κάθε μέλος τής υφομοταξίας Ακάρεα* αρχ. είδος τής υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός».… …   Dictionary of Greek

  • ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • αδιάστατος — η, ο (Α ἀδιάστατος, ον) αυτός που δεν έχει διαστάσεις ή έκταση, πάρα πολύ μικρός, μικροσκοπικός αρχ. αδιάλειπτος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διίστημι. ΠΑΡ. ἀδιαστασία] …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • καυλοράπανο — το μικροσκοπικός ή πολύ νέος άντρας ή γυναίκα με έντονη ερωτική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός + ραπάνι] …   Dictionary of Greek

  • λούπα — (I) λούπα, ἡ (ΑM) λύκαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lupa, θηλ. τού lupus «λύκος»]. (II) η αμφίκυρτος μικροσκοπικός φακός που χρησιμεύει ως απλό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loupe «αμφίκυρτος φακός»] …   Dictionary of Greek

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

  • μικροκρύσταλλος — ο (χημ. ορυκτολ.) μικροσκοπικός κρύσταλλος, ο οποίος αποτελεί στοιχείο, τής δομής τών μικροκρυσταλλικών υλικών, κυρίως μετάλλων και κραμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microcrystal < micro (βλ. μικρ[ο] ) + crystal (< κρύσταλλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»