-
1 μικροσκοπικός
[микроскопикос]εκ. микроскопический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μικροσκοπικός
-
2 микроскопный
μικροσκοπικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микроскопный
-
3 микроскопический
μικροσκοπικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микроскопический
-
4 микрообъектив
ο μικροσκοπικός φακός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрообъектив
-
5 микропора
ο μικροσκοπικός πόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропора
-
6 микропривод
ο μικροσκοπικός κινητήρας (μοτέρ) της κίνησης (μέχρι 500 βατ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропривод
-
7 микропровод
το μικροσκοπικό σύρμαο μικροσκοπικός αγωγός (διαμέτρου κάτω των 0,05 χιλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропровод
-
8 крохотный
крохотный, крошечныйприл μικροσκοπικός, μικρούτσικος. -
9 крошечный
крохотный, крошечныйприл μικροσκοπικός, μικρούτσικος. -
10 микроскопический
микроскопическийприл μικροσκοπικός. -
11 микроскопический
[μικρασκαπίτσισκιΐ] εκ. μικροσκοπικός -
12 микроскопический
[μικρασκαπίτσισκιϊ] επ μικροσκοπικός -
13 микроскопический
επ.1. μικροσκοπικός, του μικροσκοπίου.2. ορατός μόνο με μικροσκόπιο.3. μτφ. πολύ μικρός, ελάχιστος, μόλις αισθητός. -
14 микроскопный
επ.μικροσκοπικός, του μικροσκοπίου•микроскопный объектив φακός μικροσκοπίου.
См. также в других словарях:
μικροσκοπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικροσκόπιο ή αυτός που γίνεται με μικροσκόπιο («μικροσκοπική εξέταση») 2. αυτός που είναι τόσο μικρός ώστε να είναι ορατός μόνο με το μικροσκόπιο («μικροσκοπικά ζωύφια» 3. πολύ μικρός («μικροσκοπικό… … Dictionary of Greek
μικροσκοπικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μικροσκόπιο: Μικροσκοπική εξέταση. 2. πολύ μικρός: Δεν μπορώ να διαβάσω αυτά τα μικροσκοπικά γράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκαρι — ( εως), το (Α ἀκαρί, τό) νεοελλ. κάθε μέλος τής υφομοταξίας Ακάρεα* αρχ. είδος τής υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός».… … Dictionary of Greek
ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
αδιάστατος — η, ο (Α ἀδιάστατος, ον) αυτός που δεν έχει διαστάσεις ή έκταση, πάρα πολύ μικρός, μικροσκοπικός αρχ. αδιάλειπτος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διίστημι. ΠΑΡ. ἀδιαστασία] … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
καυλοράπανο — το μικροσκοπικός ή πολύ νέος άντρας ή γυναίκα με έντονη ερωτική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός + ραπάνι] … Dictionary of Greek
λούπα — (I) λούπα, ἡ (ΑM) λύκαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lupa, θηλ. τού lupus «λύκος»]. (II) η αμφίκυρτος μικροσκοπικός φακός που χρησιμεύει ως απλό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loupe «αμφίκυρτος φακός»] … Dictionary of Greek
μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… … Dictionary of Greek
μικροκρύσταλλος — ο (χημ. ορυκτολ.) μικροσκοπικός κρύσταλλος, ο οποίος αποτελεί στοιχείο, τής δομής τών μικροκρυσταλλικών υλικών, κυρίως μετάλλων και κραμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microcrystal < micro (βλ. μικρ[ο] ) + crystal (< κρύσταλλος)] … Dictionary of Greek