-
1 кляуза
-ы θ.1. παλ. μικροπρεπής δικαστική αγωγή.2. κατηγορία μικροπρεπής, δυσφήμηση, κακολογία, κουρκουσουριά. -
2 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.
-
3 душонка
душонкаж пренебр.:дрянная \душонка ἡ χαμερπής ψυχή· мелкая \душонка ὁ μικρόψυχος, ὁ μίκροπρεπής. -
4 измельчать
измельчать Iнесов (превращать в порошок) κομματιάζω, τρίβω:\измельчатьруду́ κονιοποιώ, τρίβω τό μετάλλευμα.измельча||ть IIсов1. (стать мелким) γίνομαι ρηχός, ἀβαθής:озеро \измельчатьло ἡ λίμνη ἐγινε ρηχή·2. перец, (вырождаться) γίνομαι μικροπρεπής. -
5 неблагородный
неблагородныйприл ἀγενής, ἀπρεπἡς, μικροπρεπής, χυδαίος:\неблагородный посту́пок ἡ ἀπρέπεια. -
6 измельчать
ρ.σ.1. μικραίνω (κατά τις διαστάσεις).2. γίνομαι ρηχός (αβαθής).3. μτφ. γίνομαι μικροπρεπής, ξεπέφτω.ρ.δ.βλ. измельчить.βλ. измельчиться. -
7 копеечный
επ.1. ενός καπικιού (αξίας).2. μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος• ελάχιστος•-ые расходы τιποτένια έξοδα.
3. μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός•-ая души ελεεινή ψυχή.
-
8 крохоборческий
επ.μικρολογικός, μικροπρεπής, ψιχουλοσυλλεκτικός. -
9 фривольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαναξιοπρεπής, μικροπρεπής• ελαφρόμυαλος, επ ιπόλαιος.
См. также в других словарях:
μικροπρεπής — ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, ές) αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος αρχ. 1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές α) το… … Dictionary of Greek
μικροπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μικρόπρεπος, η, ο αυτός που συμπεριφέρεται με μικροπρέπεια, αναξιοπρεπής: Μικροπρεπής πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροπρεπής — μῑκροπρεπής , μικροπρεπής petty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπῆ — μῑκροπρεπῆ , μικροπρεπής petty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μῑκροπρεπῆ , μικροπρεπής petty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μῑκροπρεπῆ , μικροπρεπής petty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπέστερον — μῑκροπρεπέστερον , μικροπρεπής petty adverbial comp μῑκροπρεπέστερον , μικροπρεπής petty masc acc comp sg μῑκροπρεπέστερον , μικροπρεπής petty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροπρεπεύομαι — και μτγν. τ. σμικροπρεπεύομαι (Α) [μικροπρεπής] είμαι μικροπρεπής, φέρομαι με μικροπρέπεια … Dictionary of Greek
μικροπρεπεῖ — μῑκροπρεπεῖ , μικροπρεπής petty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μῑκροπρεπεῖ , μικροπρεπής petty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπεῖς — μῑκροπρεπεῖς , μικροπρεπής petty masc/fem acc pl μῑκροπρεπεῖς , μικροπρεπής petty masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπές — μῑκροπρεπές , μικροπρεπής petty masc/fem voc sg μῑκροπρεπές , μικροπρεπής petty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)